ἔκβολος

ἔκβολος
ἔκβολ-ος, ον,
A thrown out or away, exposed,

ἔκβολον οἴκων βρέφος E.Ph.804

(lyr.) ; rejected,

σφόνδυλοι Supp.Epigr.2.569.22

([place name] Didyma) ;

ἔ. βροτῶν βίου Luc.Trag.215

.
2 frustrated, LXXJu. 11.11.
3 cast out, [ἔφοδος] ὡσανεὶ κόσκινον [ἀριθμοὺς]

ὥσπερ ἐ. ἀποχωρίσει Iamb.in Nic.p.29P.

; τὰ διὰ κοσκίνου ἔ. ib.p.30P.
II Subst. ἔκβολον, τό, outcast,

ἔ. κόρης E.Ion555

;

νηδύος ἔ. Id.Ba.91

(lyr.).
2 ναὸς ἔκβολα seem to be rags cast out from the ship, Id.Hel.422 ; but,
3 in Id.IT1042 πόντου ἔκβολον an outbreak, a place where the sea has broken in upon the land.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • έκβολος — ἔκβολος, ον (Α) 1. αυτός που ρίχτηκε έξω ή μακριά, ο απόβλητος 2. μάταιος, ανίσχυρος, άχρηστος 3. ξεχωρισμένος 4. διωγμένος 5. το ουδ. ως ουσ. το ἔκβολον α) απόρριμμα, απόβλημα β) στον πληθ. «ναὸς ἔκβολα» τα λείψανα ναυαγισμένου πλοίου που… …   Dictionary of Greek

  • ἔκβολος — thrown out masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκβολον — ἔκβολος thrown out masc/fem acc sg ἔκβολος thrown out neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκβόλοις — ἔκβολος thrown out masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκβόλου — ἔκβολος thrown out masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκβόλους — ἔκβολος thrown out masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκβολα — ἔκβολος thrown out neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκβολοι — ἔκβολος thrown out masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρέκβολος — ον, ΜΑ (για λίθο) αυτός που παράγει φωτιά μσν. 1. μτφ. (για ομιλητή) αυτός τού οποίου οι λόγοι είναι φλογεροί, καυστικοί ή δηκτικοί, όπως οι σπινθήρες τής φωτιάς 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πυρέκβολα μηχανές παραγωγής φλόγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ… …   Dictionary of Greek

  • πυρεκβόλος — ο / πυρεκβόλος, ον, ΝΑ αυτός που εκπέμπει ή παράγει φωτιά («πυρεκβόλος λίθος» η τσακμακόπετρα) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πυρεκβόλο τεμάχιο πυρολίθου και τεμάχιο χάλυβα με την τριβή τών οποίων παράγονται σπινθήρες φωτιάς, αναπτήρας, τσακμάκι αρχ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”